Ἀγαθαρχίδας

Ἀγαθαρχίδας
Ἀγαθαρχίδᾱς , Ἀγαθαρχίδης
masc acc pl (doric)
Ἀγαθαρχίδᾱς , Ἀγαθαρχίδης
masc nom sg (epic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Αγαθαρχίδας — (5ος αι. π.Χ.). Κορίνθιος στρατηγός, που διοικούσε τον πελοποννησιακό στόλο κατά το τρίτο έτος του Πελοποννησιακού πολέμου και ηττήθηκε στη Ναύπακτο από τον Αθηναίο στρατηγό Φορμίωνα, το 429 π.Χ. Προβλέποντας τη θαλασσοταραχή, ο Φορμίων άφησε τον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”